- εξόδιος
- -ον (AM ἐξόδιος, -ον) [έξοδος]1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιονα) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίαςβ) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδιμσν.το ουδ. ως ουσ.τὸ ἐξόδιονα) έξοδοςβ) θάνατοςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο τού δράματος2. αυτός που ανήκει στην έξοδο σπιτιού3. μτφ. τραγικό τέλος («εἰς τοιοῡτό φασιν ἐξόδιον τὴν Κράσσου στρατηγίαν ὥσπερ τραγῳδίαν τελευτῆσαι», Πλούτ.)4. το ουδ. ως ουσ. το έξόδιονα) είδος μικρών κωμικών έργων που παίζονταν στα ρωμαϊκά χρόνια μετά τα δράματα ως παρωδίες τουςβ) στους Ιουδαίους γιορτή σε ανάμνηση τής Εξόδουγ) πύλη, είσοδος.
Dictionary of Greek. 2013.